κρεπάρω

κρεπάρω
κρέπαρα και κρεπάρισα, κρεπαρισμένος
1. σχίζομαι, σπάζω: Κρεπάρισε η σημαία από τον πολύ αέρα.
2. στενοχωρούμαι πολύ: Την έκανα να κρεπάρει από το κακό της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεπάρω — κρεπάρω, κρέπαρα και κρεπάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρεπάρω — 1. σπάζω, θραύομαι 2. ξαίνω τα μαλλιά τού κεφαλιού για να φουντώσουν 3. στενοχωριέμαι πολύ, σκάζω («κόντεψε να κρεπάρει από το κακό του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. crepare < λατ. crepo «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • κρεπάρισμα — το [κρεπάρω] 1. σπάσιμο ή ράγισμα συμπαγούς υλικού 2. το ξάσιμο τών μαλλιών τού κεφαλιού 3. μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”